- χαλάζω
- Α(δωρ. τ.) βλ. χαλώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλαζώ — άω, Α βλ. χαλαζώνω … Dictionary of Greek
χαλαζώνω — χαλαζῶ, άω, ΝΑ [χάλαζα] ρίχνω χαλάζι («βρέχει και χαλαζώνει», δημ. τραγούδι) αρχ. 1. πέφτω πυκνός σαν χαλάζι 2. υποφέρω από χάλαζα («χαλαζῶσαι ὕες», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
καταχαλαζώ — καταχαλαζῶ, άω (Α) 1. καλύπτω με χαλάζι 2. ρίχνω κάτι σαν χαλάζι εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χαλαζῶ «ρίχνω χαλάζι»] … Dictionary of Greek
χαλάζωσις — ώσεως, ἡ, Α το να γεμίζει μέρος τού σώματος με χάλαζα, με εξογκώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χαλαζῶ, όω «πάσχω από οίδημα τών βλεφάρων»] … Dictionary of Greek
χαλαροδερμία — και παλ. τ. χαλασοδερμία και χαλαζοδερμία, η, Ν ιατρ. διαμαρτία διαπλάσεως, που χαρακτηρίζεται από μη φυσιολογική διάταση, παθητική χαλάρωση και έλλειψη ελαστικότητας τού δέρματος, το οποίο κρέμεται σε μεγάλες πλαδαρές πτυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ.… … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek